ἄπροικος

ἄπροικος
ἄπροικος, ον, ([etym.] προίξ)
A without portion or dowry,

ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29

, cf. D.40.20;

λαβεῖν Lys.19.15

, Diod. Com.3.4, cf. Men.Mon. 371.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄπροικος — without portion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπροικος — κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, ον) ο χωρίς προίκα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα αρχ. ο χωρίς μερίδιο …   Dictionary of Greek

  • άπροικος — η, ο αυτός που δεν έχει προίκα: Είναι κορίτσι καλό, αλλά άπροικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπροικον — ἄπροικος without portion masc/fem acc sg ἄπροικος without portion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροίκοις — ἄπροικος without portion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροίκου — ἄπροικος without portion masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροίκους — ἄπροικος without portion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροίκων — ἄπροικος without portion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπροικοι — ἄπροικος without portion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] …   Dictionary of Greek

  • απροίκιστος — η, ο βλ. άπροικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”